- γούργια
- και γιούργια, η1. έφοδος2. (ως επιφ.) γιούργια! εμπρός!
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Βαμβακάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από το χωριό Γουργιά του Μεσολογγίου. Διακρίθηκε στις μάχες της Ναυπάκτου και της Βόνιτσας. Ανδραγάθησε στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. 2. Δημήτριος. Καταγόταν από την Αθήνα. Σκοτώθηκε… … Dictionary of Greek